- πρακτικισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) αντίληψη για σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης η οποία απολυτοποιεί τη σημασία τής πρακτικής πλευράς τής ανθρώπινης δραστηριότητας και υποτιμά, αντίθετα, εκείνην τής θεωρητικής έρευνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρακτική + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.